- πλεκτῶν
- πλεκτήcoilfem gen plπλεκτόςplaitedfem gen plπλεκτόςplaitedmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νότινγχαμ — (Nottingham). Πόλη (282.440 κάτ. το 2002) της Αγγλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας, στη συμβολή του ποταμού Λιν με τον Τρεντ, σε μια κυματοειδή και πεδινή περιοχή πλούσια σε ανθρακωρυχεία, 180 χλμ. ΒΔ του Λονδίνου. Σαξονικής προέλευσης… … Dictionary of Greek
πλεκτομηχανή — η, Ν (υφαντ.) μηχανή παραγωγής πλεκτών υφασμάτων ή πλεκτών ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεκτός + μηχανή] … Dictionary of Greek
Λέστερ — (Leicester). Πόλη (279.921 κάτ. το 2001) της Αγγλίας και διοικητική περιοχή, από το 1997, στην κομητεία του Λέστερσερ (2.084 τ. χλμ., 609.578 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Σόαρ, Ν του Νότιγχαμ, στην κεντρική Αγγλία. Το Λ. αποτελεί… … Dictionary of Greek
εριουργός — ο (Α ἐριουργός, όν) ως ουσ. ο τεχνίτης που κατεργάζεται έρια, ο εργάτης εριουργείου («ἠ ἱερὰ φυλή τῶν ἐριουργῶν», επιγρ.) νεοελλ. βιομήχανος ή εργάτης μάλλινων πλεκτών ή υφασμάτων αρχ. ως επίθ. αυτός που κατεργάζεται τα έρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(… … Dictionary of Greek
καλαθοποιία — η [καλαθοποιός] η τέχνη τής κατασκευής καλαθιών και γενικά διαφόρων πλεκτών επίπλων από κλάδους ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμι ή χόρτο … Dictionary of Greek
λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου … Dictionary of Greek
νάιλον — Η γνωστότερη και πιο διαδεδομένη συνθετική ίνα. Ανήκει στην κατηγορία των πολυαμιδικών ινών, οι οποίες ονομάζονται έτσι γιατί στη σύστασή τους μετέχουν αμιδικές ομάδες NH CO . To ν. ανακαλύφθηκε χάρη στις μελέτες του Αμερικανού χημικού Κεράδερς,… … Dictionary of Greek
πλέκτης — ο, ΝΜ, πλέχτης, θηλ. πλέκτρια και πλέκτρα και πλέχτρια και πλέχτρα Ν τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή πλεκτών ειδών μσν. πλέγμα τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα της / τρα και τρια] … Dictionary of Greek
πλέξιμο — (I) το, Ν 1. η ενέργεια τού πλέκω, η πλέξη 2. (ειδικότερα) (υφαντ.) η παραγωγή ενός υφάσματος κατά την οποία χρησιμοποιείται ένα συνεχές νήμα ή σύνολο νημάτων που σχηματίζει σειρά από θηλειές, συνδεδεμένες μεταξύ τους 3. φρ. «πλέξιμο δικτυωτού»,… … Dictionary of Greek
πλεκτικός — ή, ό / πλεκτικός, ή, όν, ΝΑ, πλεχτικός, ή, ό, Ν [πλεκτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλέξιμο ή αυτός που ασχολείται με το πλέξιμο 2. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτική η τέχνη τής κατασκευής πλεκτών ειδών, τής μετατροπής τών νημάτων σε πλεκτά… … Dictionary of Greek